- κόνα
- ηκοκόνα, κυρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοκόνα, με συγκοπή τής πρώτης συλλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
'κόνα — ἀκόνᾱ , ἀκόνη whetstone fem nom/voc/acc dual ἀκόνᾱ , ἀκόνη whetstone fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱κόνᾱ , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκόνᾱ , ἀκονάω sharpen pres imperat act 2nd sg ἀκόνᾱ , ἀκονάω sharpen imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόναν — ἀκόνᾱν , ἀκόνη whetstone fem acc sg (doric aeolic) ἀ̱κόνᾱν , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱κόνᾱν , ἀκονάω sharpen imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀκόνᾱν , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
κοναβώ — κοναβῶ, έω (Α) 1. (ιδίως για μεταλλικά σώματα) ηχώ, κροτώ, δημιουργώ κλαγγή 2. αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. τής λ. (κονα ) συνδέεται πιθ. με τους τ. καναχή «θόρυβος, ήχος» και κόμπος «ήχος», ενώ το… … Dictionary of Greek
φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… … Dictionary of Greek
Παρασκευά σπηλιά — Όνομασία σπηλαίου του Πειραιά, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο Μικρολίμανο και στο Πασαλιμάνι. Η ονομασία του οφείλεται στον επιχειρηματία, που είχε εγκαταστήσει εκεί μαγειρείο και οινοπωλείο στα τελευταία χρόνια και λεγόταν Παρασκευάς. Το σπήλαιο… … Dictionary of Greek
Ταρίμ — Ποταμός της βορειοδυτικής Κίνας, στη Σινκιάνγκ Ουιγούρ. Σχηματίζεται στα Ν του Ακσού (Ακσού Κόνα Σαχρ) από τη συμβολή του Γιαρκάντ, μεγαλύτερου πηγαίου κλάδου του, μήκους 800 χλμ., που πηγάζει από τα όρη Καρακόραμ, με τον Ακσού, που κατεβαίνει… … Dictionary of Greek
ἀκόνα — ἀκόνᾱ , ἀκόνη whetstone fem nom/voc/acc dual ἀκόνᾱ , ἀκόνη whetstone fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱κόνᾱ , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκόνᾱ , ἀκονάω sharpen pres imperat act 2nd sg ἀκόνᾱ , ἀκονάω sharpen imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόνας — ἀκόνᾱς , ἀκόνη whetstone fem acc pl ἀκόνᾱς , ἀκόνη whetstone fem gen sg (doric aeolic) ἀ̱κόνᾱς , ἀκονάω sharpen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκόνᾱς , ἀκονάω sharpen imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)